Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

#66 Λογοτεχνική Άσκηση IV (μικροδιήγημα)

 

"Κόκκινος ποταμός".


"Λογοτεχνική άσκηση IV" (μικροδιήγημα)



                                                                                                                                    του «Ιδεογράφου»

Κόκκινος ποταμός (μικροδιήγημα)

Στις τέσσερις περίπου το πρωΐ με φέρανε να σταθώ σε αυτήν την μακριά ουρά που είχε σχηματιστεί-σαν φίδι-μπροστά από την βαριά δρύινη πόρτα που έβλεπα πέρα στο βάθος. Ήταν αμέτρητοι οι άνθρωποι που επίσης περίμεναν, άνθρωποι όλων των ηλικιών, κυρίως γέροι αλλά είχε και μωρά, πάντως κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Όλοι αμίλητοι, σκυθρωποί. Άλλωστε και εγώ ήμουν τύφλα στο μεθύσι. Συν τοις άλλοις πονούσε όλο το κορμί μου. Ακόμα και η ανάσα μού έβγαινε με κόπο, σαν κάποιος να είχε κρεμάσει μια σιδερένια πλάκα στο στήθος μου. Δεν ένιωθα καλά.

Ξημέρωσε, μεσημέριασε, σουρούπωσε- τίποτα- νύχτωσε, οι ώρες περνούσαν αργά και βασανιστικά, δεν υπήρχε πουθενά κάτι να σταθώ, ο σωματικός πόνος γινόταν μεγαλύτερος, ξαναξημέρωσε και τελικά έφτασα. Χτύπησα το βαρύ μεταλλικό χερούλι της πόρτας. Πίσω μου ολοένα και καινούργιος κόσμος συμπλήρωνε στο τέλος τις θέσεις αυτών που έμπαιναν. Οι οποίοι έμπαιναν πού; Ανυπομονούσα να το ανακαλύψω. Βέβαια κάτι είχα ακούσει από το μάθημα των θρησκευτικών προ αμνημονεύτων χρόνων, αν και ο πατέρας μου πρόκοψε και μου ξεφούρνισε από νωρίς ότι όλα αυτά είναι παραμύθια, τέλος πάντων η ώρα της αλήθειας έφτασε, υποθέτω. Όσο ζει κανείς μαθαίνει- λάθος! Κι όσο δεν ζει. Πήγα να γελάσω με το μακάβριο αστειάκι που είπα μέσα μου αλλά πόνεσαν τα πλευρά μου. Ακόμα και το κεφάλι να κουνήσω συγκαταβατικά ζοριζόμουν. Ευτυχώς η πόρτα μισάνοιξε από μόνη της (αναρωτιόμουν αν θα κατάφερνα να την σπρώξω στην κατάσταση που βρισκόμουν) και εγώ γλίστρησα μέσα, σαν τις επιστολές που αφήνει βιαστικά ένας ταχυδρόμος.

Στο ευρύχωρο κάτασπρο δωμάτιο στο οποίο βρέθηκα δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά ένα τραπέζι· και ένας τύπος με γενειάδα που καθόταν σε μια αναπαυτική περιστρεφόμενη καρέκλα έχοντας μπροστά του ένα λευκό χαρτί και δυο στυλό· ένα μπλε και ένα κόκκινο. Δεξιά και αριστερά πίσω του, δύο πόρτες σού έθεταν ένα κάποιου είδους δίλημμα, το οποίο είχα αρχίσει ήδη να υποψιάζομαι.

Πείτε μου για εσάς παρακαλώ», μου αποκρίθηκε με ύφος πεπειραμένου γραφειοκράτη, έτοιμος να γράψει με το μπλε στυλό αυτά που θα άκουγε.

Ξεκίνησα και ‘γω να του αραδιάζω ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, ημερομηνία, ΑΦΜ, ΑΜΚΑ, όμως εκείνος με σταμάτησε απότομα: «Αυτά τα ξέρουμε. Πείτε μας τις τρεις πιο καλές και πιο κακές πράξεις που κάνατε στα σαράντα πέντε χρόνια που ζήσατε». Κάθισα και σκέφτηκα λίγο. Τι σόι ερώτηση ήταν τούτη; Τι πάει να πει καλή και κακή πράξη, βάσει ποιου ορισμού; Υπάρχουν πράγματα που έκανες ή είπες και δεν είχες καθόλου επίγνωση ότι είχαν κακές ή ακόμα και ολέθριες συνέπειες σε κάποιον άλλον. Και πώς να επιλέξω τρεις μόνο, ανάμεσα σε εκατομμύρια πράξεις που έκανα σε όλη μου τη ζωή;

Δεν ξέρω τι να σας απαντήσω. Θα ήθελα να μιλήσω στον Θεό αυτοπροσώπως.»

Πλάκα μου κάνετε; Περιμένει κόσμος απ’ έξω…»

Πεθαμένοι είναι όλοι!»

Έχετε δίκιο», απάντησε χαμογελώντας, «εντάξει λοιπόν, εγώ είμαι ο Θεός. Βουαλά. Δε σας γέμισα το μάτι ε; Πείτε μου λοιπόν τι σας απασχολεί να το λύσουμε, πριν σας στείλω στον παράδεισο ή στην κόλαση.»

Νόμιζα ότι ο Άγιος Πέτρος είναι που ασχολείται με το ποιος θα πάει που, τι έγινε, ρεπό έχει σήμερα;»

Να λείπουν οι ειρωνείες νεαρέ», απάντησε δυναμώνοντας τη φωνή του. «Στους Καθολικούς χριστιανούς ισχύει αυτό. Εγώ όμως είμαι Θεός όλων, χριστιανών, μουσουλμάνων και όλων των δογμάτων ή αιρέσεων. Λογικό δεν είναι να κάθομαι εγώ στο τραπέζι εδώ μπροστά σου και όχι κάποιος άλλος;»

Και θεωρείτε λογικό που πέθανα τόσο νέος; Επειδή με πάτησε ένα αμάξι μέσα στην μαύρη νύχτα, πάνω σε μια διάβαση μάλιστα, γυρνώντας από ένα ραντεβού που πήγε καλά- καταλαβαίνετε τι εννοώ. Άξιζα τέτοιο τέλος; Σας ρωτάω. Απαντήστε μου!»

Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου», μου είπε χαχανίζοντας.

Γούρλωσα τα μάτια μου:

’Α χέσου ρε μαλάκα!»

Δεν άντεξα, έσφιξα τη δεξιά γροθιά μου και κατευθύνθηκα να τον χτυπήσω. Εκείνη την ώρα δεν υπολόγιζα ούτε θεούς ούτε δαίμονες, εγώ είχα αρχίσει σ’ αυτήν τη φάση της ζωής μου να ονειρεύομαι πάλι κι αυτός έκανε άθλιο χιούμορ. Συν τοις άλλοις ξεκίνησε κι εκείνος να με βρίζει χυδαία. Ακριβώς μόλις τελείωσε τη φράση για τη μάνα μου τον ξάπλωσα κάτω. Φαίνεται όμως, άκουσαν τη φασαρία κάτι χερουβείμ και ήρθαν να με συγκρατήσουν, ενώ τον περίμενα να σηκωθεί για να του αστράψω άλλη μία.

Τι έγινε ρε φιλαράκι;» με ρώτησε ένα απ’ αυτά και τα φτερά του πετάρισαν κάνοντας τον ίδιο θόρυβο μ’ ένα κουνούπι δίπλα στο αυτί- τι γελοίο που μου φάνηκε!

Θα τον σκοτώσω!»

Εκείνη την ώρα ανασηκώθηκε και εκείνος, τρίβοντας το κοκκινισμένο του αυτί (τον βρήκα λίγο ξώφαλτσα).

Τι θες ρε Χατζηϊωάννου;» με ρώτησε.

Να πάω πίσω στην κοπέλα μου.»

Δεν γίνεται! Να την φέρω μήπως κι αυτήν εδώ;»

Τώρα είναι που θα τον ξέσκιζα. Προσπάθησα να απελευθερωθώ απ’ τους νταήδες που με κράταγαν, έναν τον κλώτσησα στ' αρχίδια, μόνο ένα μακρόσυρτο «ωχ» άκουσα και μετά άρχισα να τρώγω βροχή τις σφαλιάρες. Είχα ξεχάσει τον πόνο απ’ τα σπασμένα κόκκαλα του κορμιού μου, όμως δεν είχα πλέον άλλες δυνάμεις. Όταν για άλλη μια φορά με ακινητοποίησαν, ο τύπος που ισχυριζόταν ότι ήταν ο Θεός ήρθε μπροστά μου κρατώντας μια απόσταση ασφαλείας και μου είπε ήρεμα, σχεδόν πατρικά:

Έχεις παραισθήσεις. Σου είπε να χωρίσετε, αυτή είναι η πραγματικότητα, εγώ τ' άκουσα καθαρά. Και τώρα νιώθεις σαν να πέθανες. Η ερωτική απογοήτευση ένα πένθος είναι, δημιουργείται παρόμοιο αίσθημα απώλειας που θέλει χρόνο και αυτοκυριαρχία για να χωνευτεί, όμως εσύ το πήρες πολύ βαριά. Θα σε βοηθούσε ενδεχομένως ο διαλογισμός.»

Αυτά είναι στην ανατολίτικη φιλοσοφία, εσύ τι σχέση έχεις με αυτά;» μούγκρισα.

Να ‘τονε πάλι….»

Δεν είχα πια όρεξη να μιλήσω. Ήθελα λίγο δροσερό αέρα. Άνοιξα την πόρτα από την οποία προηγουμένως μπήκα και βγήκα έξω. Η ουρά είχε εξαφανιστεί. Ένας κόκκινος ποταμός διέσχιζε κατηφορίζοντας την πεδιάδα μέχρι το σημείο που απότομα εξαφανιζόταν προς τα έγκατα της γης.

                                                                                                                                                                                

-----------------------------------------------------------------------------------------

(Φωτογραφία: “Η Δευτέρα Παρουσία” (1640) του Καβερτζά Φραγκιά-Χάνδακας 17ος αιώνας)


Προηγούμενες Λογοτεχνικές Ασκήσεις:

Ι (δυο συν ένα ποιήματα, ένα πεζό και μια μετάφραση)

ΙΙ (Δύο πεζά και μια μετάφραση για την μετανάστευση)

ΙΙΙ (μικροδιήγημα)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου