Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

#67 Βιβλίο: "Η Αφηγήτρια Ταινιών" του Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ

"Η Αφηγήτρια ταινιών", Του Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ

(La Contadora de películas, Hernán Rivera Letelier, Χιλή 2009)



Του Μιχάλη Παπαχατζάκη

Αναδημοσίευση άρθρου από την Α.Λ.Αν.Η


Ο Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ εργάστηκε (όπως αναφέρεται σε βιογραφικό του σημείωμα) τριάντα χρόνια στα ορυχεία της ερήμου Ατακάμα στην Βόρεια Χιλή. Όχι απαραίτητα σαν εργάτης, σίγουρα όχι ως στέλεχος σε κάποιο γραφείο για να έχει από μακριά επαφή στον άγνωστο για πολλούς λογοτέχνες κόσμο της χειρωνακτικής εργασίας, σε κάθε περίπτωση όμως ήταν κοντά στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση των εργατών. Άλλωστε τελειώσε τις μαθητικές σπουδές του αργότερα από το συνηθισμένο, σε νυχτερινό σχολείο. Την περισσότερη ζωή του την πέρασε στους οικισμούς που χτίστηκαν ειδικά για τα ορυχεία νιτρικών αλάτων και σήμερα ζει (γεννήθηκε το 1950) με την γυναίκα του και τα παιδιά τους στην ίδια περιοχή, στην πόλη Αντοφαγκάστα του μισού εκατομμυρίου. Οι οικισμοί αυτοί, παραγκουπόλεις στην πλειονότητά τους, έφτασαν τους τριακόσιους σε αριθμό κάποια στιγμή, μέχρι τα ορυχεία να κλείσουν μετά που γερμανοί επιστήμονες [1] εφυήραν τα συνθετικά νιτρικά άλατα. Σήμερα απομένει ένας μόνο τέτοιος οικισμός. «Είμαστε εκείνοι που δεν μπορούν πλέον να περιπλανηθούν στους δρόμους της παιδικής μας ηλικίας- επειδή αυτοί δεν υπάρχουν πια.», όπως δήλωσε ο ίδιος σε μια ομιλία του [2]

Η μαγιά ίσως για την καλή λογοτεχνία, πέρα από το «χάρισμα» όπως λέγεται, είναι να έχεις ζήσει ανάμεσα στον λαό. Να έχεις τις ανασφάλειές του, τα πάθη του, τις αγωνίες και τους καημούς του. Αλλιώς ή θα περιγράψεις (καλά ή όχι) την ανώτερη τάξη, τα ανώτερα στρώματα γενικότερα, ή θα κινδυνεύσεις (αν μιλήσεις για τους υπόλοιπους) να κάνεις ελιτίστικες προσεγγίσεις. Βέβαια, υπάρχουν και αυτοί που συναναστράφηκαν τους πάντες: ο Ντοστογιέφσκυ. Ο Τουαίην. Ο οποίος, παρεμπιπτόντως έχει γράψει στο «Ένας Γιάνκης του Κοννέκτικατ στην Αυλή του Βασιλιά Αρθούρου» το παρακάτω:

«Τα λόγια ούτε υλοποιούν ούτε ζωντανεύουν την πραγματικότητα, εκτός κι αν έχεις υποφέρει ο ίδιος όσα προσπαθούν να περιγράψουν. Υπάρχουν άνθρωποι έξυπνοι που μιλούν με ύφος πολύξερο και αυτάρεσκο για την "εργατική τάξη", και ικανοποιούν τον εαυτό τους ισχυριζόμενοι ότι μια μέρα σκληρής πνευματικής εργασίας είναι πολύ πιο κουραστική από μια μέρα σκληρής χειρωνακτικής εργασίας και άρα δικαιούνται πολύ μεγαλύτερο μισθό. Και να φανταστείτε, είναι πραγματικά πεισμένοι γι' αυτό, γιατί ξέρουν τα πάντα για το ένα είδος εργασίας, δίχως να 'χουν ποτέ ασχοληθεί με την άλλη.

Εγώ ξέρω καλά και τη μια εργασία και την άλληκαι δεν υπάρχουν αρκετά λεφτά στον κόσμο για να με κάνουν να δουλέψω αξίνα έστω και για τριάντα μέρες, ενώ είμαι πρόθυμος να κάνω οποιαδήποτε πνευματική εργασία με μηδενική αμοιβή- και θα είμαι κι ευχαριστημένος.» (σελ.260-261 μτφρ. Α.Δημητριάδη)

Αλλά ας πάμε πίσω στην Χιλή του Νερούδα και του Σεπούβελδα, αλλά και του Λετελιέρ. Ο Λετελιέρ άργησε να εκδώσει τη λογοτεχνική του παραγωγή. Το 1988 κυκλοφόρησαν τα πρώτα του ποιήματα. Μετά, το 1990, 1994, 1996 και περίπου κάθε δυο χρόνια μέχρι σήμερα εκδίδεται και κάποιο έργο του. Ο Μπολάνιο- άλλος γνωστός συγγραφέας- το ίδιο: το 1996 το πρώτο του. Άλλοι τα εξέδιδαν σε ξένες χώρες, πχ η Ιζαμπέλ Αλιέντε. Η αιτία ακούει στη λέξη Πινοσέτ.

Αν πατήσεις στο γκουγκλ σερτς "pinochet" θα σου βγάλει το λήμμα της βικιπέντια πρώτο-πρώτο σε προεπισκόπηση:

Αουγούστο Πινοσέτ

Μητρική γλώσσα: Augusto Josè Ramon Pinochet 25 Νοεμβρίου 1915- 10 Δεκεμβρίου 2006

Αιτία θανάτου: 10 Δεκεμβρίου 2006 Έμφραγμα του μυοκαρδίου

Πολιτική ιδεολογία: Ακροδεξιά και Αντικομμουνισμός.

 

Όταν πέθανε (στο κρεβάτι του) αυτός ο δολοφόνος, θαρρείς και ξεμπούκωσε η χιλιανή λογοτεχνία, η οποία ως τότε γραφόταν στο εξωτερικό. Και ανακαλύπτεις θαυμάσιους συγγραφείς που τόσο καιρό το κρατούσαν μέσα τους. Πως να μιλήσεις για τον πόνο του λαού, όταν απαγορεύεται και να ουρλιάξεις;

Είχα πάει σε μια ανοικτή συγκέντρωση της κόρης του Αλλιέντε στη Ρώμη. Στην Πιάτσα ντελ Πόπολο. Πιο πολύ για να δω την κόρη του μεγάλου πολιτικού ανθρώπου- δηλαδή την ίδια, παρά για να ακούσω τι λέει. Χειροκρότημα κι ενθουσιασμός για την ομιλία της στην πλατεία. Η ίδια το αντίθετο: ψυχρότητα, μελαγχολία και προσποιητός ενθουσιασμός. Η Χιλή μόλις έβγαινε από τον γύψο. Ο φονιάς είχε παραδώσει μεν την εξουσία από το 1990 (παρέμεινε αρχηγός του στρατού- για να ελέγχει- μέχρι το 1998), αλλά ζούσε ακόμα. Την εξουσία την πήρε στις 11 Σεπτέμβρη του 1973. Στις 23 Σεπτέμβρη 1973 πέθανε ο Πάμπλο Νερούδα, ο γίγαντας της χιλιανής λογοτεχνίας. Λένε ότι ο Πινοσέτ έβαλε τον γιατρό του γέρου πια ποιητή και κομμουνιστή γερουσιαστή να τον σβήσει. Αυτά τα δυο γεγονότα, μέσα σε διάστημα δυο βδομάδων, μπούκωσαν τις τέχνες της χώρας για δυο δεκαετίες. Και όχι μόνο τις τέχνες, φυσικά.

Το βιβλίο αυτό, μια νουβέλα ενενήντα τεσσάρων σελιδών είναι θαυμάσιο. Πρωτότυπο και πονηρό. Πονηρό διότι θίγει καλυμμένα και ένα ζήτημα για το οποίο θα μιλήσω παρακάτω. Το θέμα του: ένα κοριτσάκι 12 χρονών, γύρω στο 1960, ζει σε έναν εργατικό συνοικισμό στην έρημο Ατακάμα, στα ορυχεία νίτρου (λίπασμα που καθόρισε όλη την προπολεμική πολιτική ιστορία της Χιλής και του Περού), μαζί με τον ανάπηρο πρώην εργάτη πατέρα της και τους τέσσερις αδερφούς της, που όλων τα ονόματα αρχίζουν από Μι. Η μάνα της που ήταν όμορφη τους εγκατέλειψε όλους όταν ο πατέρας της έμεινε ανάπηρος σε εργατικό ατύχημα και πήγε να κάνει καριέρα ηθοποιού. Το ίδιο (περίπου) ξεκίνησε να κάνει και η κόρη. Όμως εκεί στην παραγκούπολη η μόνη δυνατότητα που είχε ήταν να πηγαίνει να βλέπει ταινίες στο σινεμά και μετά να τις αφηγείται προφορικά. Αυτή ήταν η επιθυμία που είχε ο πατέρας της, να ακούνε στην οικογένεια τις ταινίες αφού δεν είχαν λεφτά να πάνε όλοι. Και τότε αποκαλύφτηκε το ταλέντο της.

"Εκείνη την εποχή ανακάλυψα ότι σε όλους τους ανθρώπους αρέσουν οι ιστορίες. Θέλουν να ξεφύγουν για λίγο από την πραγματικότητα και να ζήσουν εκείνους τους φανταστικούς κόσμους των ταινιών, των ραδιοφωνικών σειρών, των μυθιστορημάτων. Τους αρέσει μέχρι και ψέματα να τους λένε, αν αυτά τα ψέματα είναι καλοειπωμένα. Γι' αυτό και γνωρίζουν επιτυχία οι απατεώνες, γιατί έχουν ευχέρεια στα λόγια". (σελ.64)

Ο συγγραφέας μπαίνει αμέσως στο θέμα: Όλο παρουσιάζεται μέσα στις πρώτες δέκα παραγράφους. Κεντρική θέση έχει βέβαια ο κινηματογράφος, ο οποίος παρουσιάζεται μεν νοσταλγικά, ως ένα είδος λαϊκής ψυχαγωγίας που φθίνει, αλλά μας επιτρέπει να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις πάνω σ' αυτόν:

Ο κινηματογράφος δημιουργεί (ή δημιουργούσε) πάθος διότι απαντάει στην επιθυμία του ανθρώπου να ψυχαγωγηθεί, να γελάσει με αστείες ιστορίες ή να λυπηθεί με δυστυχίες άλλων, να γνωρίσει καινούργια πράγματα ή συμπεριφορές ή τόπους ή κοινωνίες και όλα αυτά σύντομα, συμπυκνωμένα και χωρίς να απαιτείται υψηλό πολιτισμικό επίπεδο. Είναι ένα λαϊκό θέαμα, ζωντανό, με πλούσιες εικόνες που συναγωνίζεται ως μαζικός χώρος, εκτός τα καφενεία και τις ταβέρνες, την ίδια την εκκλησία· αντικαθιστά το μονότονο και επαναλαμβανόμενο τελετουργικό της με ήχους και εικόνες που συνεχώς αλλάζουν, με μια θεατρικότητα μη επαναλαμβανόμενη. Στο βιβλίο δεν γίνεται καν αναφορά στην εκκλησία του οικισμού, που προφανώς υπήρχε. Αντιθέτως, επιβεβαιώνεται η σύγκριση:

«Καθόμασταν στην πρώτη σειρά, σχεδόν κολλημένοι πάνω σ’ εκείνο το τεράστιο λευκό πανί που το θεωρούσα εξίσου ιερό με την Αγία Τράπεζα. Η κορύφωση όλης εκείνης της ιεροτελεστίας ερχόταν την στιγμή που έσβηναν τα φώτα, έκλειναν οι κουρτίνες, σταματούσε η μουσική και η οθόνη γέμιζε κίνηση και ζωή.» (σελ.19, υπογραμμίσεις δικές μου).

Ιερός χώρος λοιπόν! Και εδώ οι άνθρωποι βάζουν τα καλά τους και πάνε. Άλλοι από συνήθειο τελικά, κι άλλοι είναι πιστοί:

«Εμείς δεν ήμασταν σαν τους άλλους που μπαίνανε στην αίθουσα σαν τα πρόβατα και μόνο όταν άκουγαν την μουσική που σήμαινε ότι η προβολή αρχίζει. Εμάς μας άρεσε να φτάνουμε από νωρίς  και να περιμένουμε καθιστοί να αρχίσει το έργο.»

Κυριαρχεί και μια υπόθεση: το πάντρεμα του κινηματογράφου με το θέατρο, δυο τέχνες που εν πολλοίς λειτουργούν διαζευκτικά μεταξύ τους. Ή κινηματογράφος ή θέατρο. Η «Σινεράιδα», δηλαδή η μικρή Μαρία-Μαργαρίτα, ανεβάζει θεατρικές κινηματογραφικές παραστάσεις. Και είναι τόσο πετυχημένο αυτό το πάντρεμα που πολλοί που έχουν δει, όπως αναφέρει, το φιλμ, πληρώνουν εκ νέου εισιτήριο για να δουν στα άβολα αυτοσχέδια καθίσματα του σπιτιού της την θεατρική απόδοση του θεάματος που μόλις παρακολούθησαν (σελ.41). Αν ο Λετελιέρ περιγράφει ότι η ζωντανή πιτσιρίκα είναι δημοφιλέστερη από τα κινούμενα είδωλα του Γκάρυ Κούπερ ή της Μέριλιν Μονρόε, μάλλον δίνει τελικά ένα καλλιτεχνικό προβάδισμα στο θέατρο, την παραδοσιακή αξία. Το ταλέντο της δεν αμφισβητείται: κέρδισε σε διαγωνισμό με τα αδέρφια της τον πρώτο ρόλο, ή για την ακρίβεια όλους τους ρόλους.

Η αφήγηση ακολουθεί την αφήγηση ενός παιδικού μυαλού, όπως διηγείται δηλαδή ένα παιδί: σε τουλάχιστον δυο σημεία η αφηγήτρια προτρέχει και επανέρχεται λέγοντας ότι καλύτερα για αυτά να μιλήσει αργότερα. Σαν να αγωνιά να τα πει όλα. Σιγά-σιγά ο λόγος της μεστώνει, μέχρι που την ακολουθεί στην ενηλικίωση και στο αραίωμα του χρόνου, όπου διαπερνάει σημαντικότατα γεγονότα με απλή αναφορά τους. Τόσο μικρή αξία έχουν; Όμως και τα ίδια αυτά τα γεγονότα, όπως το πραξικόπημα, δεν έχουν και τόση σημασία τελικά αφού ο κόσμος της κατέρρευσε ήδη πριν· με την έλευση της τηλεόρασης. 

«Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, εκείνες ακριβώς τις μέρες έφτασε στο νιτροχώρι η πρώτη τηλεοπτική συσκευή, μια συσκευή που, όπως προφήτευαν όλοι, θα σήμαινε το οριστικό τέλος του σινεμά.» (σελ.69)

Τέλος εποχής σ' έναν τρόπο ζωής, από το μαζικό θέαμα, όπως είναι ο κινηματογράφος, στο ιδιωτικό, που είναι η προβολή ταινίας μέσω της τηλεόρασης και σήμερα του υπολογιστή.

«Η τηλεόραση είχε έρθει για να μείνει.

Για πρώτη φορά στα χρονικά, σειρές ολόκληρες καθισμάτων άρχισαν να μένουν άδειες στο σινεμά. Για τον ίδιο λόγο, ο κόσμος σταμάτησε να κάθεται στην πλατεία. Ακόμα και οι δρόμοι άρχισαν να φαίνονται πιο ερημικοί απ’ ό,τι συνήθως, ιδίως την ώρα που η τηλεόραση έδειχνε τον Βαρνάβα Κόλινς, ένα γλυκανάλατο σίριαλ με βρυκόλακες.» (σελ.78)

Μετά ήρθαν και οι άλλοι «βρυκόλακες»…

Η «Σινεράιδα», γίνεται ερωμένη του πενηντάχρονου γιάνκη που διοικεί την εταιρία εξόρυξης νίτρου. Αναγκάζεται, κατά κάποιον τρόπο, μια και έχοντας χάσει ουσιαστικά πατέρα, μητέρα και αδέρφια, χάνει και το σπίτι που μένει. Κι αν η «Σινεράιδα» είναι η Χιλή και ο γιάνκης η αμερικάνικη κυβέρνηση; Τότε βλέπουμε έναν παραλληλισμό στην διαχρονική πολιτική κατάσταση που επικρατεί στην λατινοαμερικάνικη χώρα (αλλά και σε όλες τριγύρω της). Μια χώρα δέχεται (αναγκάζεται) να μπει υπό την προστασία ενός ισχυρού που εγγυάται τη συνέχιση του παρόντος της. Ο γιάνκης φεύγει, όταν δεν έχει άλλο λόγο να παραμείνει, όταν έχει ξεζουμίσει πια την χώρα και η Μαρία-Μαργαρίτα αναφέρει κάτι ενοχλητικό για τον αναγνώστη: ότι κατά κάποιον τρόπο τον αγάπησε.

Νουβέλα που άργησε πολύ να μεταφραστεί στην Ελλάδα. Δυνατοί κοινωνικοί συμβολισμοί και απεικονίσεις. Η σκηνή στο τέλος με την μητέρα της πρωταγωνίστριας είναι μια πολύ δυνατή σκηνή, για την οποία πολλά μπορεί να πει κανείς. Αυτή η αμφίσημη σχέση μεταξύ των δυο γυναικών της πάλαι ποτέ οικογένειας είναι το ψυχολογικό περίβλημα της ιστορίας. Εξαιρετική μετάφραση (Λένα Φραγκοπούλου) η οποία μάλιστα απέδωσε πολύ καλύτερα, σε σχέση με το πρωτότυπο, σε «Σινεράιδα» το ισπανικό «Hada Delcine» [3] (θα μεταφραζόταν «Νεράιδα Τουσινεμά»). Και στο τέλος της ελληνικής έκδοσης ("Αντίποδες" 2019), σαν κερασάκι της τούρτας, ένα απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Νερούδα. Να κι ένα τμήμα αυτού:

«Αυτός ο κοσμάκης ο χωρίς σχολεία και χωρίς παπούτσια με εξέλεξε γερουσιαστή της Δημοκρατίας στις 4 Μαρτίου 1945. Θα καμαρώνω πάντοτε για το γεγονός ότι με ψήφισαν δεκάδες χιλιάδες Χιλιανοί από την πιο τραχιά περιοχή της Χιλής, την περιοχή των μεγάλων ορυχείων του χαλκού και του νίτρου.

[...]

Το να ανέβεις από την έρημο προς την Κορδιλιέρα, να μπεις σε κάθε φτωχόσπιτο, να γνωρίσεις τις απάνθρωπες δουλειές, να νιώσεις ότι πάνω σου αποθέτουν τις ελπίδες τους άνθρωποι απομονωμένοι και καταποντισμένοι είναι βαριά ευθύνη. (σ.σ. υπογράμμιση δική μου).

[...]

Ο άνεμος και η νύχτα και τα άστρα της Χιλής έχουν ψιθυρίσει πολλές φορές: «Δεν είσαι μόνος σου. Υπάρχει ένας ποιητής που συλλογιέται τα βάσανά σου».

Μπήκα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής στις 15 Ιουλίου 1945.»



[1] Για την ιστορία, οι Fritz Haber και Karl Bosch το 1909.

[2] https://web.archive.org/web/20110727131814/http://www.prisa.com/en/sala-prensa/noticia/1175/hernan-rivera-letelier-picks-up-the-alfaguara-literary-prize-for-his-novel-el-arte-de-la-resurreccion/

[3] Ο συγγραφέας έχει αναφέρει ότι μια ηθοποιός Πάμελα Μενέσες είναι η πραγματική "Μαρία Μαργαρίτα"




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου