Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

#8 Ταινία: Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν



"Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν"
Πόλεμος και παιδική ηλικία


                                                                                                                                    του «Ιδεογράφου»
Απ' την ανέμελη ζωή στο χωριό και στη φύση, με τα ζώα, μέσα στα δέντρα, στα ποτάμια, ξαφνικά, έρχεται η φρίκη του πολέμου. Απ' την μια μέρα στην άλλη, απ' την 21η στην 22α Ιούνη του 1941. Η χειρότερη στιγμή του ανθρώπου. Και εντάξει, όταν είσαι ενήλικας δημιουργούνται κάποιες αναγκαστικές επιλογές, αλλά είναι επιλογές: ή θα πολεμήσεις ή θα εργαστείς υποστηρικτικά, σε νοσοκομείο, εργοστάσιο, ή θα πάρεις το δρόμο της προσφυγιάς και βλέπουμε. Αν είσαι μικρό παιδί εξαρτημένο απ' την μαμά σου, τους συγγενείς σου, ακόμα και τη δασκάλα σου; Και τα χάσεις; Αυτή είναι η ιστορία της ταινίας του Αντρέι Ταρκόφσκυ (ΕΣΣΔ 1962), η ιστορία εκατοντάδων χιλιάδων παιδιών της Σοβιετικής Ένωσης-και όχι μόνο-που είδαν τις μαμάδες τους να σκοτώνονται, τους μπαμπάδες τους να φεύγουνε στο μέτωπο και να μην δίνουν σημάδια ζωής, το σπίτι τους να καίγεται και τα ζώα τους να κλέβονται, από τον ναζί καταχτητή. Και μείνανε σαν την καλαμιά στον κάμπο, μόνα και απροστάτευτα.




Ο καθαρός μικρός Ιβάν που έπαιζε γυμνός κάτω από τα τεράστια δέντρα στις όχθες του ποταμού έγινε ο ολοβρώμεστος νεαρός στρατιώτης Ιβάν που τσαλαβουτούσε στους βούρκους ως εθελοντής-ανιχνευτής του Ερυθρού Στρατού. Ορφανό πια παιδί, αρχικά προσχώρησε στους παρτιζάνους και όταν αυτοί περικυκλώθηκαν φυγαδεύτηκε και κλείστηκε σε ορφανοτροφείο. Το έσκασε όμως από κει («σπατάλη φαγητού») γιατί ήθελε οπωσδήποτε να λάβει μέρος στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, ώστε να εκδικηθεί τη δολοφονία της μητέρας του, αλλά και για να επιβιώσει. Το ορφανοτροφείο, όπως και το νοσοκομείο, τον καιρό του πολέμου, ήταν αργός θάνατος, ψυχολογικός και βιολογικός. Διάβαζα ιστορίες μετέπειτα βετεράνων, αντρών και γυναικών, οι οποίοι τραυματίζονταν σοβαρά και όλοι ζητούσαν να επιστρέψουν στο μέτωπο και να μην αποστρατευτούν. Όχι κατ' ανάγκην γιατί ήταν κομμουνιστές και υπεράσπιζαν την κοινωνία που με τόση θυσία οικοδομούσαν τα προηγούμενα χρόνια (εξάλλου τα περισσότερα προπολεμικά μέλη του κόμματος μέχρι το 1942 είχαν σκοτωθεί στο μέτωπο), ούτε μόνο από αίσθημα φιλοπατρίας, αλλά γιατί στην πρώτη γραμμή υπήρχε σκοπός στη ζωή, όσο οξύμωρο και να ακούγεται. Ζωή μαζί με θάνατο βέβαια.

Εκεί ξεφεύγει η ταινία από τις κλασικές πολεμικές ταινίες ηρωϊσμού και συνεχούς δράσης. Και αυτό είναι ρεαλισμός. Γιατί όσοι πολέμησαν και αφηγήθηκαν τις ιστορίες τους συνέκλιναν στο εξής: Το μέτωπο είναι 90% αναμονή και 10% δράση. Αυτήν την αναλογία χρησιμοποίησε ο Ταρκόφσκυ για να χτίσει τους χαρακτήρες του φιλμ. Φυσικά η πολιτική ήταν παρούσα στο μέτωπο, υπήρχαν συζητήσεις, ενημερώσεις, εφημερίδες και προκηρύξεις, αλλά ο Ταρκόφσκυ δεν έκανε την παραμικρή νύξη. Προτίμησε να δείξει μια (ουσιαστικά) παρέα τριών αντρών και ενός αγοριού που δεν δείχνει να έχουν τίποτα κοινό, πλην του πολέμου, η οποία όμως διαμορφώνεται με φόντο αυτόν. Η στρατιωτική ιεραρχία δεν παίζει σημαντικό ρόλο. Είναι τέσσερις διαφορετικοί χαρακτήρες που κουβεντιάζουν αδιάκοπα και δένονται μεσω της αγάπης προς τον μικρό, ο οποίος παρουσιάζεται άλλοτε σκληρός σαν ενήλικας και άλλοτε με νοητικές διαταραχές-μπερδεύει το παρελθόν με το παρόν. Ονειρεύεται τον παιδικό παράδεισο που έχασε. Ο Ταρκόφσκυ διακόπτει τις σκοτεινές εικόνες του πολεμικού σκηνικού με φωτεινά φλας-μπακ, κόβει την ζοφερή πραγματικότητα με την φαντασία και τις αναμνήσεις του παιδιού. Η ζωή του πλέον είναι ο πόλεμος. Όταν οι Γερμανοί βομβαρδίζουν το αμπρί τους αυτός είναι ατάραχος, λες και απλά βρέχει. Οι συγγενείς του πλέον είναι οι σύντροφοί του.

Πως να επανέλθει ένα (οποιοδήποτε) παιδί στη φυσιολογική ζωή μετά τον πόλεμο με τόσα ψυχικά τραύματα, με τόσο αλλοιωμένο τον χαρακτήρα του; Τι θα απογίνει; Ο Αντρέυ Ταρκόφσκυ το εξετάζει έμμεσα. Ο Λοχαγός Λεονίντ Σόλιν και ο υπολοχαγός Γκάλτσεφ συζητάνε τι θα κάνουν για το παιδί μετά:
-Θα το υιοθετήσει μετά τον πόλεμο ή ο συνταγματάρχης ή ο στρατιώτης Κατασόνωφ (σ.σ. που δείχνει να το αγαπάει ιδιαίτερα)
-Γιατί όχι εσύ; (λοχαγέ Σόλιν)
-Ο συνταγματάρχης λέει ότι και εγώ χρειάζομαι ανατροφή!

Με αυτήν την τελευταία κουβέντα κατηγοριοποιείται, φερ' ειπείν, ο δύσκολος, αλλά ευχάριστος, χαρακτήρας του λοχαγού, ο οποίος, σημειωτέον, βρίσκει το χρόνο και για μια ερωτική ιστορία με την πανέμορφη γιατρό Μάσα. Μα έτσι ήταν! Αν αγαπάς τη ζωή ψάχνεις και τον έρωτα, ακόμα και εκεί που δεν φαίνεται, δηλαδή στον πόλεμο. Ο Ταρκόφσκυ μας χαρίζει μια από τις ωραιότερες φωτογραφίες τους κινηματογράφου, το φιλί πάνω από το χαντάκι, με την Μάσα να αιωρείται στην αγκαλιά του λοχαγού.
Πίσω από τις κουβέντες, ακόμα και τους καυγάδες, διακρίνεται η ευγένεια των ανθρώπων, η καλλιέργεια και ο αμοιβαίος σεβασμός, η καλή παιδεία που τους έδωσε η σοσιαλιστική κοινωνία, που ο Χίτλερ επιτέθηκε για να γκρεμίσει. Το τέρας του πολέμου δεν έχει ακόμα τσακίσει όλες τις άμυνες των χαρακτήρων των ανθρώπων, ακόμα και του δωδεκάχρονου Ιβάν. Μια παιδεία που διακρίνεται και στο διάλογο-φλερτάρισμα του λοχαγού με τη γιατρό:
-Το ξέρεις το χωριό μου; Είναι το Περεντέλκινο στη Σιβηρία. Από κει κατάγεται ο Σούρικωφ, ο ζωγράφος, τον έχεις ακουστά;
-(κανει νεύμα με το κεφάλι "ναι") Στο δικό μου υπάρχαν πολλοί συγγραφείς, ο Τολστόυ περπατούσε στο δάσος...
και εν τέλει, ο Ιβάν λέει στον Γκάλτσεφ, κοιτάζοντας μια γερμανική γκραβούρα που κατέσχεσαν από αιχμαλώτους:
-Οι Γερμανοί δεν έχουν συγγραφείς, τους είδα που καίγανε τα βιβλία του χωριού μου.

Το άρτιο από καλλιτεχνικής πλευράς αριστούργημα του Ταρκόφσκυ έκοψε δεκαεφτά εκατομμύρια εισιτήρια μόνο στη Σοβιετική Ένωση. Βραβεύτηκε με πάνω από δέκα βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ, εκ των οποίων και τον Χρυσό Λέοντα του φεστιβάλ της Βενετίας. Ήταν η πρώτη ταινία του Ταρκόφσκυ και αυτή που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό. Όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης δήλωσε σε μια συνέντευξη του, το φιλμ ξεκίνησε να γυρίζεται από άλλον: τον Έντουαρντ Αμπαλώφ (ή Αμπαλιάν), το οποίο άφησε περίπου στην μέση. Ο Ταρκόφκυ κινηματογράφησε άλλες σκηνές, τις οποίες μόνταρε με το υφιστάμενο υλικό. Αποτελεί κατά τους περισσότερους κριτικούς την καλύτερη ταινία αυτής της σειράς ταινιών του νέου σοβιετικού κινηματογράφου, ο οποίος άρχισε να ξεφεύγει από την εξιστόρηση πολεμικών γεγονότων και πράξεων ηρωϊσμού και να διερευνά τις επιπτώσεις στον απλό άνθρωπο και στην ψυχή του. Παρόμοια έργα είναι το επίσης βραβευμένο «Οι Γερανοί πετούν» του Μιχαήλ Καλατόζωφ (1957), η «Μπαλλάντα του Στρατιώτη» του Γκριγκόρι Τσουχράι (1959), η «Μοίρα ενός Ανθρώπου» του Σεργκέι Μπόνταρστσουκ (1959) και ο «Πατέρας του Στρατιώτη» του Ρέζο Χέιτζε (1964). Η σκιά που άφησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν τεράστια στην χώρα που νίκησε στην Ευρώπη. Εκατομμύρια θύματα. Εκατομμύρια παιδιά γνώρισαν την χειρότερη βαρβαρότητα της σύγχρονης ιστορίας.


Προηγούμενη ταινία: "Η Αναπαράσταση", του Θόδωρου Αγγελόπουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου