Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

#49 Η πολιτική ως τοπολογία

Η πολιτική ως τοπολογία

Σημειώσεις πάνω στο βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη "Μετά"


Μπέντζαμιν Λονγκ "Πέντε όρθιοι άνθρωποι"

Του "Ιδεογράφου"

Τι είναι η πολιτική; Υπάρχουν βέβαια πολλοί ορισμοί. Μια εναλλακτική απάντηση δίδει ο Μίμης Ανδρουλάκης στο ενδιαφέρον βιβλίο του "Μετά [1]" (σελ.98-101), το οποίο έγραψε το 1992: αναφέρει την πολιτική ως ένα "πεδίο", όπως το ηλεκτρομαγνητικό· ένα πεδίο σχέσεων όπου η κάθε πολιτική δύναμη κατέχει έναν χώρο (σ' έναν χρόνο, δηλαδή στον χωροχρόνο) και όλες μαζί βρίσκονται σε μια καθορισμένη "τοπογραφική διάταξη".

Στην Ελλάδα μεταπολιτευτικά, και μέχρι το 2012, η διάταξη αυτή ήταν σταθερή. Υπήρχαν το κόμμα της Δεξιάς και το κόμμα της Κεντροαριστεράς, τα οποία εναλλάσσονταν στην εξουσία με τη συγκυριακή μετακίνηση από το ένα στο άλλο μιας ασταθούς πολιτικά μάζας υποστηρικτών· καθώς και η Αριστερά. Η Αριστερά, αποτελούμενη βασικά από δυο κόμματα (το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ./ΕΑΡ/Συνασπισμό), ήταν εντός και ταυτόχρονα εκτός του πολιτικού παιχνιδιού, με την έννοια ότι ήταν μεν αποκλεισμένη από τη νομή της κεντρικής εξουσίας (χαρακτηριστική αιτία ήταν τα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα "ενισχυμένης αναλογικής"), συμμετείχε όμως κανονικά σε όλες τις πολιτικές διεργασίες και εξασφάλιζε σε κατώτερο επίπεδο (πχ στην τοπική αυτοδιοίκηση, στα συμβούλια αρχηγών, στις τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές ενώσεις και στα ημικρατικά επιμελητήρια) τη θεσμική της εκπροσώπηση. Υπήρχαν (και υπάρχουν) και οι οργανώσεις της Εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, οι οποίες βρίσκονταν όμως εκτός κεντρικής σκηνής (βλ. όριο εισόδου 3% στο ελληνικό κοινοβούλιο). Ανάλογα, οργανώσεις της Άκρας Δεξιάς βρίσκονταν επίσης εκτός κεντρικής σκηνής, πλην όμως εκπροσωπούνταν (και εκπροσωπούνται) δια κάποιων "προσωπικοτήτων" της σε αυτήν, μέσω της Νέας Δημοκρατίας.

Η "καθορισμένη τοπογραφική διάταξη" εκφραζόταν και ποσοτικά: ΝΔ 40% συν/πλην 5%, ΠαΣοΚ 40% συν/πλην 5%, Αριστερά περίπου 10% συν/πλην 2%. Όπως αναφέρει σε άλλα σημεία του βιβλίου του, ήταν ένα ιδιότυπο (σε σχέση, για παράδειγμα, με τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αγγλία, τη Γερμανία κλπ) σύστημα "δυο και μισό κομμάτων". Μόνο που αντί το "μισό" να είναι ένα κεντρώο μεταρρυθμιστικό κόμμα, συγγενές σε πολλά σημεία και με τους δυο βασικούς σχηματισμούς (Δεξιά-Αριστερά), στην Ελλάδα ήταν η Αριστερά που συγγένευε στα πρώτα χρόνια μόνο με τον έναν, με τον οποίο πορεύτηκε σχεδόν παράλληλα, άλλοτε σε σύγκρουση και άλλοτε σε συμφωνία, όλη σχεδόν την τεσσαρακονταετία της μεταπολίτευσης· Η βραχύβια συγκυβέρνηση με τον έτερο σχηματισμό  (συγκυβέρνηση Τζανετάκη το 1989) ήταν, ας πούμε, μια "στρέβλωση του πεδίου".

Στο πεδίο αυτό, λέει ο Ανδρουλάκης, οι πολιτικές δυνάμεις συνδέονται τόσο με άλλους παράγοντες που επενδύουν στο πολιτικό παιχνίδι (πχ ΜΜΕ- σ.σ. παρέλειψε να αναφέρει επιχειρηματικά συμφέροντα, αλλά και ξένα κράτη), όσο και μεταξύ τους, με σχέσεις συγγένειας αλλά και αντιπαλότητας, που ποικίλει όμως τόσο σε ένταση όσο και σε μορφή. Οι πολιτικές δυνάμεις που έχουν τις θέσεις τους στο πολιτικό πεδίο είναι, δηλαδή, και αντίπαλοι και συμπαίκτες.
Συμπαίκτες καταρχάς διότι, συμμετέχοντας στους θεσμούς, αποδέχονται τους κανόνες του παιχνιδιού (και το αντίστροφο), ακόμα και ας μην συμφωνούν σε κάποια ή σε πολλά σημεία τους. Ο γάλλος κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ (τον οποίο τσιτάρει ο Ανδρουλάκης) λέει ότι όσοι δεν θέλουν να αποκλειστούν από το πολιτικό παιχνίδι, "αποδέχονται το σιωπηρό συμβόλαιο, το οποίο συνεπάγεται την συμμετοχή στο παιχνίδι, και κατ' επέκταση η αναγνώριση ότι "αξίζει τον κόπο" να παιχτεί, και το οποίο τους ενώνει με όλους τους άλλους συμμετέχοντες με ένα είδος αρχέγονης συμπαιγνίας, πολύ πιο ισχυρής απ' όλες τις ανοικτές ή μυστικές συμφωνίες".

Είναι και αντίπαλοι, φυσικά, διότι επιδιώκουν να τροποποιήσουν τον μεταξύ τους συσχετισμό, κάτι το οποίο δημιουργεί συγκρούσεις που είναι κι εκείνες που περισσότερο φαίνονται, μαγνητίζουν το βλέμμα των αναλυτών και εξυψώνουν την συσπείρωση και το ενδιαφέρον στην άσκηση πολιτικής εντός του "πεδίου". Μια πολύ χαρακτηριστική στιγμή της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας, όπου εκδηλώθηκε αυτή η σχέση αντιπαλότητας και συμπαιγνίας ταυτόχρονα, ήταν η νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη 2008, με αφορμή την δολοφονία του μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από περιπολία αστυνομικών στα Εξάρχεια. Εν συντομία, τη δολοφονία ακολούθησαν αυθόρμητα συλλαλητήρια με βίαια επεισόδια, και πυρπολήσεις τραπεζών, δημοσίων κτηρίων και αυτοκινήτων, καταλήψεις σε σχολεία σε όλη την Ελλάδα και έφοδοι και καταστροφές σε αστυνομικά τμήματα, σε κάθε μικρή ή μεγάλη πόλη της χώρας, με μαζική συμμετοχή μαθητών (κυρίως) και φοιτητών. Σύγκρουση, λοιπόν, στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, μεταξύ του τότε ΣύΡιζΑ και των υπολοίπων (ΝΔ, ΠαΣοΚ, ΛάΟΣ- το ΚΚΕ πρέπει να εξεταστεί χωριστά) για το θέμα της "κατανόησης" και πολιτικής υποστήριξης προς τους νέους που εξεγέρθηκαν που εξέφρασε το συγκεκριμένο κόμμα, και ήταν αυτή που τράβηξε την προσοχή των ΜΜΕ, την ίδια ώρα που εκδηλωνόταν συμπαιγνία με τις προτάσεις όλων (και του ΣυΡιζΑ) για αυτοσυγκράτηση και σύγκλιση συμβουλίου πολιτικών αρχηγών με σκοπό την ανάληψη πρωτοβουλιών για την εκτόνωση της διαμαρτυρίας, δηλαδή επαναφοράς στη θεσμική ομαλότητα και κεφαλαιοποίησης της στάσης του καθενός κατά τη διάρκεια των γεγονότων (που κράτησαν σχεδόν έναν μήνα). 

Στην πραγματικότητα, ο ΣυΡιζΑ τότε δεν έλεγχε τις αντιδράσεις των μαθητών, ούτε τις μορφές δράσης που επέλεξαν. Ούτε τις πυροδότησε. Η παρέμβασή του ήταν εξωτερική. Έκανε ένα άνοιγμα προς τα κομμάτια της νεολαίας που βίωναν τις ολοένα και σκληρότερες νεοφιλελεύθερες πολιτικές και το οποίο θα αξιοποιούσε αργότερα, μετά από 7 χρόνια, για την εκλογική του πλειοψηφία, όπως έπραξε και με το κίνημα διαμαρτυρίας στα Μνημόνια που επέβαλαν η ΕΕ και το ΔΝΤ και (πρόθυμα) δέχτηκαν τα ελληνικά κόμματα εξουσίας. Η στάση αυτή του ΣύΡιζΑ άνοιξε τον δρόμο στην εντός μικρού χρονικού διαστήματος ενίσχυση του δικού του "ηλεκτρομαγνητικού πεδίου", ανατρέποντας την σταθερή διάταξη που υφίστατο, προκαλώντας μια άλλη κατάσταση, την οποία αναφέρει ο Ανδρουλάκης παρακάτω.

Πριν όμως, στο βιβλίο αναφέρεται ότι οι σχέσεις των αντιπάλων (που είναι και συμπαικτών), είναι σχέσεις ορατές και κυρίως αόρατες, άτυπες, σημειολογικές, που ορίζουν πως θα παιχτεί το παιχνίδι, τοποθετούν τον καθένα στην κανονική του θέση και δίνουν μια "λογική", προβλέψιμη και σταθερή συμπεριφορά στους "συμπαίκτες". Το ΚΚΕ, ας πούμε, είχε αυτήν την συμπεριφορά: αντέδρασε στη δολοφονία, αλλά έξω από το σώμα της διαμαρτυρίας, κάνοντας χωριστές συγκεντρώσεις με κόσμο που βρίσκεται στον περίγυρό του και καταδικάζοντας τα "σπασίματα" (και την στάση του ΣυΡιζΑ που ήταν όμως άσχετη με αυτά), καταδικάζοντας παράλληλα και την κρατική καταστολή- ως εκεί· αντί να εκμεταλλευτεί το "ράγισμα του χρόνου" και να επιχειρήσει να παρέμβει και να διευρύνει ένα αυθόρμητο κίνημα που ζόρισε την κυβέρνηση. "Λογική" αντίδραση είχε και ο έτερος αντιπολιτευόμενος, το ΠαΣοΚ, το οποίο αρκέστηκε σε σκέτη αντικυβερνητική διαμαρτυρία, εντός του θεσμικού πλαισίου της Βουλής. "Λογική" αντίδραση στις διαδηλώσεις είχε και η κυβέρνηση, η οποία δεν προχώρησε τελικά σε άγρια κατασταλτικά μέτρα, παρά κάποιες εισηγήσεις μέχρι και για επιβολή στρατιωτικού νόμου, δηλαδή δεν εγκατέλειψε το "δημοκρατικό παιχνίδι", καπακώνοντας τον ρόλο των υπολοίπων.

Ο Ανδρουλάκης εδώ κάνει ένα κρίσιμο ερώτημα: τι θα συμβεί αν ένα ή δυο κόμματα , ένας ή δυο "συμπαίκτες" δημιουργήσουν μια "δυναμική ανισορροπία" στο σύστημα και επιζητούν μια νέα ισορροπία, που θα σταθεροποιήσει με τη σειρά της νέους ανταγωνισμούς, νέες αντιθέσεις και νέες συμπαιγνίες; Μεταπολιτευτικά, αυτό συνέβη δυο φορές: με το ΠαΣοΚ της δεκαετίας του '70 και με τον ΣυΡιζΑ της δεκαετίας του '10. Το μεν ΠαΣοΚ σάρωσε τον μεταπολεμικό διπολισμό Δεξιάς-Κέντρου, εξαφανίζοντας την αυτοτέλεια των αμιγώς κεντρώων σχηματισμών, ο δε ΣυΡιζΑ τον μεταπολιτευτικό δικομματισμό των ΝΔ-ΠαΣοΚ, απορροφώντας σταδιακά την εκλογική βάση και πολλά μεσαία στελέχη του δεύτερου. Τον κηρύσσουν "ανυπότακτο", τον βγάζουν τρελό ή εκκεντρικό, τον εμφανίζουν ως απρόβλεπτο και αφερέγγυο "παίκτη" και σχηματίζουν ένα ευρύτατο μέτωπο αντιδράσεων που τέμνει όλες τις "ομάδες" και συσπειρώνει "χορηγούς" και "επενδυτές" του πολιτικού παιχνιδιού, για να εξοστρακίσουν αυτόν και την καινοτομία του, εν ονόματι μάλιστα της υπεράσπισης της λογικής και ηθικής του παιχνιδιού. Μπορεί μάλιστα να υπάρξει ακόμα και προσωρινή ανακωχή μεταξύ των πιο ακραίων αντίπαλων ομάδων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ένας "παίκτης" που χαλάει το παιχνίδι και τις ομάδες.

Θεωρήθηκε "απρόβλεπτο" και "αφερέγγυο" το ΠαΣοΚ από το δεξιό κατεστημένο; Στο δημόσιο λόγο ναι, παρότι το ίδιο στην προγραμματική του διακήρυξη του 1977 είχε δώσει ακριβή σημάδια για τη διακυβέρνηση που ετοίμαζε. Το ΠαΣοΚ (εξέλιξη του ΠΑΚ) βγήκε από τον αντιδικτατορικό αγώνα, με έναν χαρισματικό αρχηγό, ο οποίος αρνήθηκε κάθε σχέση με το προδικτατορικό αντικομμουνιστικό και συντηρητικό Κέντρο, και με στελέχη επηρεασμένα από δυο βασικά συνθήματα του λαϊκού κινήματος: Εθνική Ανεξαρτησία και Λαϊκή Κυριαρχία. Άρθρωσε έναν σοσιαλίζοντα εθνικολαϊκό και αντιδεξιό λόγο, εισβάλλοντας ορμητικά στην πολιτική σκηνή. Η πολεμική που δέχτηκε από το δεξιό κατεστημένο (ακόμα και όταν το ίδιο το ΠαΣοΚ ξεκινούσε να μετατρέπεται σε κατεστημένο) είναι ενδεικτική για το προφίλ αφερεγγυότητας που προσπαθήθηκε να του φτιάξουν: τριτοκοσμικό κόμμα που μιμείται τον Καντάφι, με σχέσεις (αν όχι καθοδήγηση) με την "διεθνή και ντόπια τρομοκρατία", κόμμα που σχεδιάζει την οικοδόμηση καθεστώτος σοβιετικού τύπου (σε συνεργασία με το ΚΚΕ) και δουλεύει για την ανατροπή των σχέσεων με τη Δύση. Όλα αυτά αποσκοπούσαν στο να βγάλουν "τρελό" ένα κόμμα που φιλοδοξούσε καταρχήν να εκφράσει πολιτικά τα ανερχόμενα μικροαστικά στρώματα. Τίποτα δεν ίσχυε. Έγιναν τα ακριβώς αντίθετα: ο ελληνικός καπιταλισμός "εκσυγχρονίστηκε".

Αν παρά τη συμπαιγνία αυτή η καινοτομία επικρατήσει, τότε όλοι οι άλλοι επαναπροσδιορίζονται σε σχέση με αυτήν, μεταβάλλουν τις ισορροπίες τους και αποδέχονται το νέο πεδίο του παιχνιδιού. Αυτή είναι η φάση που βρίσκεται πλέον ο ΣυΡιζΑ, έχοντας δώσει πια τα διαπιστευτήριά του στα ξένα και ντόπια κέντρα εξουσίας, με μια σημαντική διαφορά όμως με το ΠαΣοΚ του '81: Δεν διαθέτει συμπαγές λαϊκό έρεισμα που να του εγγυάται την μακροπρόθεσμη παρουσία του ως κόμμα εξουσίας-  και ούτε πρόκειται να αποκτήσει. Το μομέντουμ του 2015 χάθηκε οριστικά. Δεν προτάσσει καμία καινοτομία ή σχέδιο αλλαγών στην πολιτική και στην κοινωνία. αλλά μια επιεικέστερη διαχειριστική λογική από αυτή των ΝΔ-ΠαΣοΚ (ΚινΑλ), η οποία  δεν του εξασφάλισε πολιτική κυριαρχία, γιατί ήταν έξω από τις πραγματικές απαιτήσεις του λαού. Σήμερα, αν παρατηρήσει κανείς, πράγματι όλοι επαναπροσδιορίστηκαν και προσάρμοσαν την τακτική τους βάσει της νέας κατάστασης:
-Η ΝΔ προσπαθεί να προσαρτήσει τους διεσπαρμένους κεντρώους ψηφοφόρους, διά πρώην στελεχών της διακυβέρνησης Σημίτη.
-Το ΠαΣοΚ προσπαθεί να επανακτήσει (κάποιο) έδαφος στο Κέντρο που κατελήφθη από τον ΣύριζΑ ή αυτοπροσδιορίζεται ως ανένταχτο, αλλά και το έδαφος που σταθερά γειτονεύει με την ΝΔ (που πολιτικά έχει σχεδόν προσαρτηθεί από την τελευταία).
-Ο ΣυΡιζΑ προσπαθεί να παγιώσει τη θέση του στον χώρο της Κεντροαριστεράς, επιχειρώντας να κρατήσει κοντά του το ΠαΣοΚ (το "μισό" στα δυο και μισό κόμματα).
-Το ΚΚΕ έχει ανοικτότερο πεδίο δράσης στην Αριστερά, μετά την μετακίνηση του ΣυΡιζΑ, και ως εκ τούτου προσπαθεί να διαχωριστεί εντονότερα από τους παραπάνω.

Η σημερινή κατάσταση, όπου τα μεγαλύτερα κόμματα χαρακτηρίζονται από ένδεια πολιτικού προσωπικού και θολό πολιτικό προσανατολισμό, δεν εγγυάται καθόλου ότι η διάταξη αυτή θα παγιωθεί για πολύ καιρό.


------------------------------------------------------------

----------------------------------------------------------------------------------------
Σημειώσεις:
[1]: Μίμης Ανδρουλάκης, "Μετά", εκδ.Α.Α.Λιβάνη, χρ.εκδ.1992

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου