Λεβιάθαν και οι δράκοντες του διαδικτύου.
«Ιδού, λοιπόν, η γένεση εκείνου του μεγάλου Λεβιάθαν, ή
μάλλον (για να μιλήσουμε με μεγαλύτερο σεβασμό) εκείνου του θνητού θεού, στον
οποίο οφείλουμε, ύστερα από τον αθάνατο θεό, την ειρήνη και την διαφέντεψή μας»
Τόμας Χομπς «Λεβιάθαν»
Το 1651 ο Τόμας Χομπς, Άγγλος
φιλόσοφος, διανοητής γράφει το «Λεβιάθαν», μέσα στο οποίο δημιουργεί ένα κράτος
που έχει το μονοπώλιο της βίας και της
απόλυτης εξουσίας. Το όνομα προέρχεται από τον ομώνυμο βιβλικό δράκοντα και τελικά
το ίδιο το κράτος διαφεντεύει τους πολίτες του, με τον ίδιο τρόπο που αυτοί
λειτουργούν, καθρεφτίζοντας ουσιαστικά τη μη αγαθή ανθρώπινη φύση που κινείται
με βάση προσωπικά, ηδονιστικά κι εγωιστικά συμφέροντα. Την ανθρώπινη φύση που κρύβει
μέσα της ένα δράκοντα. Στην αρχή το
κράτος Λεβιάθαν προστατεύει τους πολίτες με το στρατό και την αστυνομία, αλλά
στην πορεία η προστασία μετατρέπεται σε χειραγώγηση και βίαιη χαλιναγώγηση. Οι
άνθρωποι επιστρέφουν στο φυσικό νόμο και κινδυνεύουν να αλληλοκαταστραφούν, αν
δεν υπάρξει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο.
Με αυτό το έργο ο Χομπς
γίνεται ένας από τους θεμελιωτές του
σύγχρονου κράτους και της πολιτικής φιλοσοφίας.
Ήταν εξαιρετικά νωρίς για να
προβλέψει πως η εξέλιξη της επιστήμης
και της τεχνολογίας, θα δημιουργούσε ένα παγκόσμιο εικονικό μωσαϊκό από
χιλιάδες ιστότοπους, το διαδίκτυο. Μια παγκόσμια κοινότητα με πολλές
πόλεις-κράτη. Θα δημιουργούσε ένα Λεβιάθαν με όρους και κανόνες, στο οποίο οι
άνθρωποι θα μάχονταν ως δράκοντες, με ασπίδες τα ονοματεπώνυμά ή τα ψευδώνυμά
τους, προστατευμένοι πίσω από μια γυάλινη οθόνη. Στην αρχή θα τους μέθαγε με την
ψευδαίσθηση της υπεροχής που χαρίζουν η ανωνυμία και η ασφάλεια της σωματικής-
οπτικής απόστασης. Στο τέλος όμως το Λεβιάθαν θα έφτανε να ελέγχει τις
επιθυμίες τους, να ροκανίζει το χρόνο τους, να χειραγωγεί το μυαλό τους, να
εξουσιάζει την ψυχή τους και να τους ρουφάει όλο και πιο πολύ μέσα του. Κι
εκείνοι από διαφεντευτές, θα γίνονταν διαφεντευόμενοι.
Στο εικονικό κράτος Λεβιάθαν
μαζεύονται δράκοντες όλων των μεγεθών και των ειδών, αχόρταγοι θεατές των
στιγμών, των ιδεών, των εικόνων της δικής τους ζωής και των άλλων. Οι δράκοντες
είμαστε εμείς. Κι αυτό το παγκόσμιο κράτος, το διαδίκτυο, είναι η νέα
πραγματικότητα εδώ και χρόνια. Με τα θετικά και τα αρνητικά της. Μια παγκόσμια
κοινότητα με πολλούς μικρόκοσμους, τους οποίους επισκεπτόμαστε και στους
οποίους σεργιανίζουμε κάθε μέρα. Και σαν δράκοντες τη μια μαζευόμαστε και την
άλλη ξερνάμε φωτιά. Πεδίο σφαγής, υποκρισίας και παραπληροφόρησης με
διαλείμματα ειρήνης κι αληθινής γνώσης; Ή μήπως το αντίστροφο; Ένα αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής,
μια συνήθεια ωφέλιμη αλλά κι επικίνδυνη στη χρήση της που τρέφει τις φωτεινές και σκοτεινές πλευρές μας και αποτελεί σαφές βαρόμετρο των
ανθρώπινων σχέσεων.
Το σίγουρο είναι ότι μεταξύ άλλων, τρέφει το
ναρκισσιστικό κομμάτι της ύπαρξής μας και όταν γίνεται εμμονή, ενέχει τον
κίνδυνο περάσματος από το φυσιολογικό ναρκισσισμό στην παθολογική,
ναρκισσιστική διαταραχή της προσωπικότητας. Αυτό φυσικά γίνεται όταν ήδη
υπάρχει το σχετικό υπόβαθρο, αφού η εν λόγω διαταραχή είναι νόσος με
συγκεκριμένα αίτια και συνδυασμό συμπτωμάτων. Σε όλους μας αρέσει να μας
βλέπουν και να μας θαυμάζουν αλλά κάποιοι δράκοντες, ταξιδιώτες-σέρφερς, δεν
μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτό. Αυτή ακριβώς είναι η στιγμή του «ταξιδιού» που
κάποιος περνάει από τη χρήση στην εξάρτηση, όπως
ακριβώς συμβαίνει με όλες τις εξαρτήσεις. Γιατί η διαδρομή περιλαμβάνει τους
σταθμούς της χρήσης, της κατάχρησης και της εξάρτησης αλλά τα όρια είναι
δυσδιάκριτα δυστυχώς. Το πότε θα εγκαταλείψεις τον ένα σταθμό και θα τραβήξεις
για τον άλλον, είναι τοποθετημένο σε μια λεπτή, σχεδόν αόρατη κλωστή.
Στο γυάλινο σύμπαν συμμετέχουν
οι δύο εκ των 5 αισθήσεων με μεγαλύτερη αναλογία στην όραση. Έτσι λοιπόν
γράφουμε σκέψεις, ψαρεύουμε άρθρα, βίντεο και εικόνες, φωτογραφίζουμε στιγμές
και τις "ανεβάζουμε" στους κοινωνικούς ιστότοπους, με στόχο να τις
μοιραστούμε. Ξερά. Χωρίς γεύση, άρωμα και άγγιγμα. Ουσιαστικά η ενέργεια του
δράκοντα, της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσης που υπάρχει μέσα στον
καθένα μας, δεν μπορεί να εκτονωθεί,
στρέφεται προς τα μέσα και γίνεται θυμός από ένα σωρό καταπιεσμένα
συναισθήματα. Γινόμαστε θεατές της ζωής μας και ταυτόχρονα προσκαλούμε τους
φίλους μας και τους γνωστούς μας, σε ένα εικονικό πάρτυ δύο διαστάσεων, να
γίνουν κι αυτοί θεατές και να δούμε μαζί το "έργο".
Καθένας μας διαμορφώνεται
γνωστικά, συναισθηματικά και ηθικά από το «έργο» που παρακολουθεί. Για να
αντιληφθούμε την επίδρασή του, πρέπει να δούμε σε ποιες ανθρώπινες πλευρές
εστιάζει, τι προάγει και τι μειώνει, τι εμπλουτίζει και τι συρρικνώνει. Πόσο
ξυπνάει τον δράκοντα και πόσο τον κοιμίζει.
Πέραν της ποιότητας και του
σκοπού του κάθε «έργου» αξίζει να εξετάσει κανείς και τη συχνότητα, καθώς και
την ανάγκη που κάθε φορά αυτό το έργο καλύπτει. Όσο είναι μια απλή ανάγκη για επικοινωνία κι ένα υγιές
πεδίο ανταλλαγής απόψεων, δεν υπάρχει πρόβλημα. Όταν όμως γίνεται εμμονή το
τοπίο αλλάζει. Μετά την πρόσκληση ακολουθεί η αναμονή και τα αγχώδη
ερωτηματικά. Πόσοι θα ανταποκριθούν; Πόσοι θα αντιδράσουν; Πόσοι θα σχολιάσουν;
Αν δεν ανταποκριθούν πολλοί
τί σημαίνει, αλλά και τί συμβαίνει; Το έργο της ζωής μας δεν είναι σημαντικό;
Άραγε η σημασία του μετριέται με μια χούφτα σηκωμένους αντίχειρες, καρδούλες
τελειότητας και φατσούλες γέλιου, έκπληξης ( ή ειρωνείας), λύπης και θυμού;
Άλλο ένα μεγάλο θέμα η εμμονή-αναμονή των emoticons και της συναισθηματικής
φόρτισης που κουβαλάνε.
Αν όμως δεν υπάρχουν θεατές,
βλέπουμε ότι η παράσταση πρέπει να κατεβεί; Θεωρούμε το έργο της ζωής μας
βαρετό, αποτυχημένο κι απορριπτέο; Και τέλος, η εικονική πραγματικότητα μας
έχει συνεπάρει τόσο πολύ, ώστε αν το "έργο" μας δεν έχει θεατές,
είναι σαν να μην υπάρχει έργο; Κι αν δεν υπάρχει έργο, δεν υπάρχουμε ούτε
εμείς;
Πού είμαστε εμείς σε όλο
αυτό; Ποια είναι η θέση μας στην εικονική «τεατράλε» αρένα των δρακόντων; Στο
Λεβιάθαν; Μήπως ο εαυτός μας κατακερματίζεται σε ένα σωρό από αναπαραγόμενα σέλφι
αντίτυπα- αντίγραφά μας και χάνουμε την μπάλα; Μήπως γινόμαστε ρατσιστές,
χλευάζοντας το διαφορετικό; Μήπως γινόμαστε φασίστες, κατακρεουργώντας την
αντίθετη άποψη; Μήπως γινόμαστε θύματα, κάνοντας χώρο για να τον λεηλατήσουν
διάφοροι επίδοξοι κανιβαλιστές και καρνιβαλιστές;
Μήπως έχουμε χαθεί μέσα στο
εικονικό Λεβιάθαν;
«Κι εσύ μήπως υπερβάλλεις και
τα βλέπεις μόνο αρνητικά;» εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος.
Ας τα γυρίσουμε όλα τούμπα
λοιπόν, κάνοντας μια θετική αναπλαισίωση,
(όρος συστημικής ψυχολογίας), αλλάζοντας τα αρνητικά κάδρα και βλέποντας
τις θετικές πλευρές. Ας αφήσουμε τους δράκοντες να εξηγήσουν. Τους δράκοντες εκείνους
που ισχυρίζονται πως είναι εξολοθρευτές των δράκων trolls* και κυνηγοί της αλήθειας:
1. Δε θέλω να επιβάλλω την
αποψάρα μου και να πουλήσω μούρη, θέλω απλά να επικοινωνήσω.
2. Δε θέλω να χλευάσω ή να
ειρωνευτώ, θέλω να γελάσω, επειδή έχω ανάγκη να χαλαρώσω, να εκτονωθώ και να
ξεχάσω τις στενοχώριες μου
3. Δε θέλω να σπαταληθώ στο
πλήθος, θέλω απλά να ξαναβρώ παλιούς συμμαθητές, φίλους, ανθρώπους που μένουν
μακριά και να έχω μια επαφή μαζί τους που αλλιώς δε θα είχα.
4. Δε θέλω να πουλήσω φτηνό
γκομενιλίκι, θέλω να εκφράσω το συναίσθημά μου και την ανάγκη μου για
συντροφικότητα.
5. Δεν έχω την οικονομική
ευχέρεια να βγω να δω κόσμο κι έτσι μοιράζομαι όσα σκέφτομαι κι αισθάνομαι στο
διαδικτυακό καφενείο. Ελλείψει χρημάτων για ταξίδια με τα mass media, παίρνω τα
social media.
Όλα βαίνουν καλώς και στα δύο
media, όταν ακολουθώ τους κανόνες, κινούμαι μέσα σε όρια και προστατεύω την
ακεραιότητά μου. Και τα δύο πεδία, το εικονικό και το ζωντανό, είναι πεδία
δρακόντων, όλων των ειδών και πεδία μαχών. Είναι Λεβιάθαν. Στο πεδίο του
«είναι» και στο πεδίο του «φ(β)αίνεσθαι»,
όλα μπορούν να συμβούν μα ένα είναι σίγουρο:
Ο αδύναμος δράκοντας θα συνθλιβεί,
ο αλαζονικός δράκοντας θα αναγκαστεί να μετανιώσει κι ο συνετός δράκοντας θα
κερδίσει τη μάχη.
Σίβυλλα
*Τρολλ:
Δαιμόνια πλάσματα της σκανδιναβικής λαογραφίας, αντίστοιχα των δικών μας
καλικαντζάρων. Από εκεί προήλθε και ο γνωστός, ιντερνετικός όρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου