Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

#83 Τα βιβλία του 2022

 

Βιβλιοεπιλογές 2022



 Του «Ιδεογράφου» 


Μετά τις επιλογές του 2019, του 2020 και του 2021, έφτασε-ως είθισται-η ώρα για αυτές του 2022. Γνωστά σε πολλούς τα βιβλία που επιλέχτηκαν, ίσως και ήδη διαβασμένα, γιατί όμως να μην γίνουν και ξανά-διαβασμένα; Άλλωστε, η δεύτερη ανάγνωση πάντα αποκαλύπτει και πτυχές που δεν είχαν ανακαλυφτεί με την πρώτη, άλλωστε και η ίδια η σκέψη, το τί προσέχουμε σε ένα κείμενο αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Καλή αναζήτηση/ανάγνωση.

1.    Εφηβικό: Μαρία Χαλάσι, «Η Κάτυ του τελευταίου θρανίου» (1963)- Ουγγαρία (Εκδόσεις "Σύγχρονη Εποχή" (1985) σελ.169, μτφρ Μαρία Χατζηγιάννη)

Παιδαγωγικό και συγκινητικό το βιβλίο που έγραψε στη Λ.Δ.Ουγγαρίας η λογοτέχνιδα Μαρία Χάλασι- θα έπρεπε να βρίσκεται ακόμα στις σχολικές βιβλιοθήκες. Είναι από τα βιβλία που διαμορφώνουν καλύτερους ανθρώπους, αλλά αντιεμπορικά σήμερα. Εντούτοις, στη δεκαετία του '80 στην Ελλάδα θεωρούνταν ένα κλασικό ανάγνωσμα για ένα παιδί, μαζί με τον Ιούλιο Βερν, την Ζωρζ Σαρρή, την Άλκη Ζέη, την Πηνελόπη Δέλτα, τον Μαρκ Τουαίην κ.α.

Είναι ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται τον κοινωνικό αποκλεισμό και το ξεπέρασμά του. Προάγει την ιδέα της αλληλεγγύης και της αποδοχής του διαφορετικού και- αν το διαβάσει και ένας παιδαγωγός- θα βρει και γενικές κατευθύνσεις για την αντιμετώπιση πολλών στοιχείων κοινωνικής παθογένειας που κουβαλάνε τα παιδιά από τις οικογένειές τους και το ευρύτερο περιβάλλον. Μιλάει επίσης για τη συνεργασία, αλλά εισάγει και πολλές καταστάσεις που ο αναγνώστης καλείται να ερμηνεύσει ψυχολογικά.

Είναι η ιστορία μιας δεκάχρονης τσιγγάνας που γράφεται σ' ένα σχολείο της Βουδαπέστης. Πολύ μακριά, εννοιολογικά, από το περιβάλλον που μεγάλωσε και δέχτηκε τις πρώτες της επιρροές, η Κάτυ Λάκατος, ορφανή από μητέρα και από ένα σπίτι που παλεύει για την επιβίωση, γίνεται δεκτή σε ένα σχολείο όπου οι κανόνες είναι εφαρμόσιμοι και όχι (όπως πριν) στα χαρτιά. Σε σχολείο που τα παιδιά προέρχονται από διάφορα κοινωνικά στρώματα και δεν είναι αλητάκια όπως αυτή. Η Κάτυ απομονώνεται από την πρώτη μέρα, τόσο λόγω της εμφάνισής της (τσιγγάνικα ρούχα, σκούρο δέρμα, μαύρα μάτια) όσο και λόγω της συμπεριφοράς της που είναι αρκετά ανεξάρτητη σε σχέση με τους υπόλοιπους συμμαθητές της και καθόλου κατανοητή. Κανείς δεν δέχεται να κάτσει μαζί της και έτσι παίρνει τη θέση, μόνη της, στο τελευταίο θρανίο.

Η Κάτυ αρνείται να προσαρμοστεί. Ο λόγος είναι ότι πρέπει να μεριμνά για τις οικιακές εργασίες στο σπίτι της όπου ζει με τον πατέρα της, τίμιο και καλό δουλευτή (ο οποίος παρουσιάζεται να βοηθάει κι αυτός όσο μπορεί) και τους αδερφούς της που κι αυτοί μπήκαν νωρίς στο μεροκάματο, γεγονός που την κάνει να αφιερώνει πολλή ενέργεια, αλλά και επειδή νιώθει την εχθρότητα των συμμαθητών. Κάνει συνεχώς κοπάνες και συνεχίζει την αλήτικη ζωή. Το αίσθημα ευθύνης όμως το έχει αναπτύξει, όπως βλέπουμε στο σπίτι της.

Η μικρούλα τσιγγάνα, ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς όλων (της μιλούν απότομα οι ούγγροι, την αποκλείουν οι συμμαθητές ακόμα κι από τα παιχνίδια), είναι ένα αποθαρρυμένο κοριτσάκι. Προβάλλει συνεχώς δικαιολογίες και λέει συνεχώς χοντρά ψέμματα. Είναι ο μόνος τρόπος να αμυνθεί, να συνεχίσει να ζει όπως ήξερε. Και τότε στο κάδρο μπαίνει η δασκάλα της, η κυρία Μαρία, ο καταλύτης της μεγάλης αλλαγής. Η παιδαγωγός που καταλαβαίνει, που προσπαθεί να προσεγγίσει, που αγκαλιάζει το απολωλός πρόβατο και σαν δεύτερη μητέρα οδηγεί την Κάτυ στην κανονική ενσωμάτωση και παράλληλα διδάσκει την τάξη ανθρωπισμό και αίσθημα ευθύνης. Η Χάλασι μας παρουσιάζει την σωστή εκπαίδευση και τον υψηλό της ρόλο.

Είναι τόσο δυνατή η στιγμή της αναγνώρισης της προσωπικότητας της Κάτυ (σιγά-σιγά στην αρχή, μαζικά στην συνέχεια) που είναι αδύνατον να μην συγκινηθείς. Και κάποια στιγμή η κυρία Μαρία, επειδή έχει εξετάσεις σε ένα δίπλωμα που θέλει να πάρει, αναπληρώνεται από μια άλλη δασκάλα, η οποία βλέπει ότι η Κάτυ είναι τσιγγάνα και της φέρεται υποτιμητικά και τότε...
....
και τότε τα παιδιά εξεγείρονται! Της μιλάνε άσχημα, σπάνε τον σεβασμό προς τον δάσκαλο και την βάζουν στη θέση της: "Η Κάτυ είναι μια από εμάς". Εξαιρετικό.
-------------------------------------

2.    Δοκίμιο: Έρικ Χομπσμπάουμ "Ληστές" (1969), Αγγλία (Εκδ. Θεμέλιο 2010, μτφρ. Ν.Κούρκουλος, σελ. 287)


Ένα εξαιρετικό δοκίμιο του μεγάλου εγγλέζου διανοητή για το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας, δηλαδή της ληστείας που πέραν του προσωπικού ώφελους για τον ληστή ή την συμμορία αποτελεί και συνειδητή πράξη αντίστασης ή εκδίκησης στην κεντρική ή τοπική εξουσία. Η παρούσα έκδοση είναι η αναθεωρημένη του 1999 από τον ίδιο, στην οποία συμπεριέλαβε κεφάλαια νέα, όπως τον ρόλο των γυναικών και τις κριτικές προς αυτόν από άλλους κοινωνιολόγους (πολλές εκ των οποίων παραδέχεται ως βάσιμες).

Τα κείμενα είναι γεμάτα από παραδείγματα της λαϊκής και επίσημης παράδοσης για το φαινόμενο της ληστείας που αναπτύχθηκε στις αγροτικές κοινωνίες ουσιαστικά όλου του κόσμου (αναφέρεται αρκετές φορές και ο κλεφταρματωλισμός της Ελλάδας) και παρήκμασε με την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού, εξαιτίας του αποτελεσματικότερου ελέγχου και μέσων που κατείχε πια η εξουσία για τον έλεγχο της υπαίθρου. Ρομαντικές μυθοποιημένες μορφές, οι διάφοροι «Ρομπέν των Δασών» μπαίνουν στην σωστή τους διάσταση από τον Χομπσμπάουμ και εξηγούνται οι συνθήκες που έκαναν ενδημική ή πανδημική (στην Κίνα) την κοινωνική ληστεία.

Αναπτύσσει το προφίλ των ληστών και κατηγοριοποιεί μέσα από δεκάδες παραδείγματα ένα φαινόμενο παρηκμασμένο πια το οποίο όμως ακόμα γοητεύει- αν κρίνουμε από τις ταινίες και τα μυθιστορήματα που ολοένα βγαίνουν- και διακρίνει ετούτους από τους κοινούς κακοποιούς-ληστές. Η βασική σκέψη του: η κοινωνική ληστεία γεννήθηκε σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, σε συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις και παραγωγής και έσβησε σε άλλες. Ευχάριστο και πολύ εύκολο στην ανάγνωση, ένα διαμάντι της βιβλιογραφίας των κοινωνικών επιστημών.

3.     Διηγήματα: Αζίζ Νεσίν, «Ο καφές και η Δημοκρατία» (1965), Τουρκία (Εκδόσεις Θεμέλιο (1987), 183 σελίδες, μτφρ Έρμος Αργαίος)


Είναι από τα βιβλία με τόσο χιούμορ που γελάς κανονικά κανονικότατα όσο το διαβάζεις. Και μετά σε πιάνει σκεπτικισμός. Ή τα κάνεις αντίστροφα αυτά τα δυο, δεν έχει σημασία. Τι τραβούσανε (τραβάνε) κι αυτοί!

Το σωστό είναι να πούμε τραβούσανε. Ο "καφές και η δημοκρατία" δεν αντιστοιχεί σε ένα βιβλίο του μεγάλου τούρκου συγγραφέα αλλά σε πολλά. Είναι μια συλλογή διηγημάτων από διάφορα διηγήματά του και η παρούσα έκδοση είναι του 1987. Όμως υπήρξαν και παλιότερες, του 1983, του 1978 και προφανώς (γιατί στον πρόλογό του για την ελληνική έκδοση ο Νεσίν λέει ότι είναι πενήντα χρονών) του 1965. Κάποια από αυτά εκδόθηκαν στην Ελλάδα σε περιοδικά ακόμα νωρίτερα. Άρα τοποθετούμαστε στην Τουρκία των δεκαετιών '50 και '60. Όμως κάτι μέσα μας μας λέει ότι παρόμοιες καταστάσεις θα βρούμε και σήμερα και παρόμοιες καταστάσεις θα αντιστοιχηθούν και με την Ελλάδα.

Μοιάζουν αρκετά οι κοινωνίες μας, τα ίδια ζόρια πάνω κάτω τραβάμε και μεις. Ο Νεσίν έχει γράψει έναν πολύ ωραίο πρόλογο που εξυμνεί την φιλία των δυο λαών. Ξέρουμε (πέθανε τη δεκαετία του '90) ότι δούλεψε αταλάντευτα μέχρι τέλους για αυτό: ένας πεφωτισμένος και προοδευτικός διανοούμενος που φυσικά (δυστυχώς φυσικά) το πλήρωσε και με φυλακές και εξορίες. Οι καλοί τούρκοι συγγραφείς έχουν κάνει όλοι φυλακή, είναι το πανεπιστήμιό τους, όσο τραγικό κι αν ακούγεται αυτό. Ο ελληνικός λαός τους εκτιμά όλους αυτούς.

Στα διηγήματα του βιβλίου δεν μιλάει για φυλακές. Νομίζω, άλλωστε, δεν είχε μπει ακόμα. Μιλάει για τον μικροαστισμό, το ρουσφέτι, την ξενομανία, τη γραφειοκρατία, την κατάχρηση εξουσίας, δίνοντας ένα περίγραμμα της ζωής (οικογενειακής, επαγγελματικής, κοινωνικής) των λαϊκών τάξεων της Τουρκίας με τρόπο όμως που να συμπονάς αυτούς τους ανθρώπους. Τί τραβάνε κι αυτοί...

Αλληγορία και εκλεπτυσμένο χιούμορ, λαϊκή γλώσσα, με κορυφαία για μένα την ιστορία της «Θείας Γκιουχιέρ», μιας γριάς που πάνε να την πάρουν στρατό εξαιτίας ενός γραφειοκρατικού λάθους που με τίποτα δεν αναιρείται. Τι χοντράδα ήταν αυτή! Το «Θα έρθουν αμερικάνοι μουσαφίρηδες» είναι η εικόνα που έχουν για τη Δύση οι τούρκοι και η ξενομανία η οποία καταλήγει σε ξεφτίλα. Αλλά και το υψηλό αίσθημα φιλοξενίας, που το έχουμε επίσης όλοι οι λαοί της γειτονιάς και δεν το έχουν οι δυτικοί. Το «Σώπα εσύ» είναι το πως βλέπει το κράτος και η υπερσυντηρητική κοινωνία τον τούρκο. Κάνε την δουλειά σου και μη μιλάς.

Εργατικοί ήταν κι αυτοί, εργατικοί και μεις κι όμως δεν πολυπροκόψαμε. Αυτά έλεγε ο Νεσίν και έφαγε έξι χρόνια συνολικά. Το είχα διαβάσει και τελειώνοντας το λύκειο. Τότε μου άρεσε πολύ το «70 χιλιοστά οικόπεδο», όπου ένας μεροκαματιάρης που ήθελε να ξεφύγει από το νοίκι και την μιζέρια του έκανε όνειρα να αγοράσει ένα οικόπεδο στην πλατεία Ταξίμ στην Πόλη (σαν να λέμε Συντάγματος στην Αθήνα), αλλά με τι λεφτά; Η κατάληξη φαίνεται στον τίτλο του διηγήματος.

4.     Μυθιστόρημα: Ζοζέ Σαραμάγκου «Ιστορία της Πολιορκίας της Λισαβόνας» (1989)- Πορτογαλία (Εκδ. Καστανιώτη, μτφρ Αθηνά Ψυλλιά, σελ.398)

 


Έ
νας πενηντάρης επιμελητής βιβλίων έχει στα χέρια του ένα ιστορικό υπό έκδοση βιβλίο που πραγματεύεται την άλωση της Λισαβώνας από τους πορτογάλους και τους σταυροφόρους τον 12ο αιώνα. Την κατείχαν μέχρι τότε οι μαυριτανοί μουσουλμάνοι. Το ιστορικό αυτό γεγονός αποτελεί την αρχή της δημιουργίας του πορτογαλικού έθνους. Κάτω από την πίεση του χρόνου για να παραδώσει την εργασία του και «φορτωμένος» από διάφορες ιστορικές ανακρίβειες που όμως συνθέτουν το εθνικό αφήγημα των πορτογάλων, διαπράττει κάτι ανήκουστο: Στην φράση Οι Σταυροφόροι αποφάσισαν ότι θα βοηθήσουν τον πορτογάλο βασιλιά, πρόσθεσε ένα «δεν». Παρέδωσε το κείμενο στον υπεύθυνο έκδοσης και περίμενε, με ανάμικτα συναισθήματα, το αποτέλεσμα της πράξης του.

Για τον Ραϊμούντο Σίλβα, αυτό που έκανε ήταν μια υπέρβαση. Αν θα του βγει σε καλό ή κακό δεν το ξέρουμε, όμωςπως όλες οι υπερβάσεις) άνοιξε νέους δρόμους. Αυτό είναι ένα βασικό σημείο, θεωρώ, του νοήματος που θέλει να δώσει ο Σαραμάγκου. Γρήγορα μαθαίνουμε ότι, τουλάχιστον για την ώρα, αυτή δεν έχει συνέπειες κακές: ο Ραϊμούντο Σίλβα δεν απολύθηκε, παρά το σκάνδαλο, λιγότερο χάρη στη μεγαλοθυμία του θύματός του- του συγγραφέα- που είδε την πράξη του διασκεδαστική (εδώ ο Σαραμάγκου μας αιφνιδιάζει ευχάριστα), περισσότερο διότι μια νέα υπεύθυνη όλων των επιμελητών του εκδοτικού οίκου, η Μαρία Σάρα, τού αναθέτει να γράψει ο ίδιος την ιστορία της πολιορκίας της Λισαβώνας, όπως ο Ραϊμούντο Σίλβα θα ήθελε να παρουσιαστεί. Με άλλα λόγια, η πρόκληση απαντήθηκε με πρόκληση και ήδη διαφαίνεται στο βάθος ένα ερωτικό παιχνίδι.

Υπάρχει λόγος για να γραφτεί εκ νέου η ιστορία της πολιορκίας της Λισαβώνας; Ναι. Ο λόγος είναι πως η προϊσταμένη νιώθει να ελκύεται από την εργένη επιμελητή και βρίσκει αφορμή για κάτι που θα ενώνει μόνο αυτούς τους δυο. Η πρόκληση αυτή μας χαρίζει δυο παράλληλες αφηγήσεις: μια, η ιστορία που ξεκινάει να γράφει ο Ραϊμούντο Σίλβα και δεύτερη, η προσέγγιση των δυο. Πρωταγωνιστής στη δεύτερη αφήγηση είναι ο Ραϊμούντο, γενικός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, όμως στην πραγματικότητα αυτός είναι που «πολιορκείται»- όπως η Λισαβώνα.

Ο Σαραμάγκου κάνει ένα πείραμα: Γράφει εναλλακτική ιστορία ουσιαστικά. Και μέσω αυτής καυτηριάζει την εθνική υποτέλεια της Πορτογαλίας, την υποκρισία της καθολικής θρησκείας, την ίδια την επίσημη ιστορία.

«Ωστόσο, μακριά από μας η πρόθεση να προσβάλουμε τούτους τους άντρες, που δεν είναι ακόμα ολότελα Πορτογάλοι, και για να δημιουργήσουν μια πατρίδα που να τους ταιριάζει μάχονται, σε ανοιχτό πεδίο όταν χρειαστεί, με την προδοσία όταν βολεύει, έτσι γεννιούνται και καρποφορούν οι πατρίδες, όλες ανεξαιρέτως, γι' αυτό και, αφού τον λεκέ τον έχουν όλες, μπορεί να περνιέται για στολίδι και σημάδι αμοιβαίας άφεσης» (σ.230)

Η γραφή του- όπως πάντα- είναι συμπυκνωμένη και με το ιδιαίτερο στυλ που τον καθιέρωσε, με αυτές τις φοβερές δόσεις ειρωνείας και λεπτού χιούμορ που διοχετεύει στο κείμενο σχεδόν σε κάθε σελίδα του. Σκέψεις για την ανθρώπινη φύση είναι πανταχού παρούσες, ακόμα και για τόσο δα μικρές λεπτομέρειες:

«Τι ντροπή, όλοι μας περάσαμε από τέτοιες τρομάρες, να δίνουμε μπουνιές στο μαξιλάρι μας από οργή και εξευτελισμό, Πως μπόρεσα να φανώ τόσο ηλίθιος, και δεν ξέρουμε τι να απαντήσουμε, ίσως γιατί θα χρειαζόταν μεγάλη εξυπνάδα για να εξηγήσει κανείς την ηλιθιότητα, αυτό που μπορεί να μας σώσει είναι η προστασία του σκοτεινού δωματίου, δεν μας βλέπει κανείς, αν και η νύχτα έχει το μαύρο προνόμιο, γι' αυτό την τρέμουμε τόσο, να μετατρέπει σε αγιάτρευτες και τερατώδεις μέχρι και τις πιο μικρές αντιξοότητες, πολύ περισσότερο μια συμφορά σαν αυτή εδώ.» (σ.193).

Το βιβλίο αυτό το θεωρώ εξαιρετικό. Η σκηνή δε με τον μουεζίνη που ανεβαίνει στον μιναρέ λίγο πριν την αυγή να απαγγείλει το Αλλάχ Ιλαλλάχ στους κατοίκους της Λισαβώνας είναι μια από τις καλύτερες περιγραφές που έχω διαβάσει ποτέ σε βιβλία.

 

5.     Ημερολόγιο: Νικηφόρος Βρεττάκος «Γράμματα εις εαυτόν» (1940)-Ελλάδα. (Εκδ.Ποταμός 2012. σελ.65) 



Μάιος-Αύγουστος 1940. Ήταν η περίοδος που οι χιτλερικές στρατιές κατακτούσαν σχεδόν χωρίς αντίσταση τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) και εγκαθίδρυαν μια νέα τάξη πραγμάτων, την φασιστική τάξη πραγμάτων. Ο πόλεμος πλησίαζε και για την Ελλάδα- στις αρχές Αυγούστου ήταν σίγουρος πια με ενέργεια επικύρωσης τον θρασύδειλο τορπιλισμό της «Έλλης» τον δεκαπενταύγουστο.

Στο εσωτερικό της χώρας επίσης επικρατούσε καταχνιά: ήταν η βασιλομεταξική δικτατορία. Στο πλαίσιο αυτό ο Νικηφόρος Βρεττάκος γράφει πέντε διαδοχικά γράμματα με αποστολέα και παραλήπτη τον εαυτό του. Ήταν πέντε γράμματα εσωτερικής αναζήτησης και αυτοτοποθέτησης στην ιστορική περίοδο που διάνυε η ανθρωπότητα τότε. Πέντε γράμματα, με απόσταση δυο εβδομάδων το ένα με το άλλο, που θα μπορούσαν και να ιδωθούν ως έκκληση στον πνευματικό καλλιτεχνικό κόσμο της Ελλάδας, παρότι ο σκοπός τους πιθανόν δεν ήταν αυτός• έκκληση να πάρει θέση. Κυρίως ήταν όμως μια πορεία προς την αυτογνωσία η οποία δυο χρόνια μετά μετουσιώθηκε στην ένταξή του στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα και στο ΚΚΕ, ενώ προηγουμένως πολέμησε (και τραυματίστηκε σοβαρά) στα βουνά της Αλβανίας κόντρα στον στρατό του Μουσολίνι. Ο Βρεττάκος πήρε την πορεία που πήραν χιλιάδες και χιλιάδες πατριώτες: ο ποιητής ενώθηκε με τον αγρότη, τον υπάλληλο και τον εργάτη, ή όπως έγραψε ο ίδιος στο τελευταίο του γράμμα, «Ένας στρατιώτης που τραγουδά στις μακρινές νύχτες της πορείας του πρέπει να είναι ο ποιητής» (σ.62).

Στα πέντε γράμματα αυτά διακρίνουμε μια διαδικασία. Η διαδικασία αυτή, ο δρόμος προς την αυτογνωσία, θα παρέμενε κενό γράμμα χωρίς την στράτευσή του, την έμπρακτη απόδειξη αυτής, θα αποτελούσε ίσως θεωρητικό κείμενο. Με γνώση πια της ιστορίας του ιδίου, μπορούμε να την αξιολογήσουμε ως πραγματική διαδικασία και άρα να την μελετήσουμε. Γι αυτό άλλωστε ο Βρεττάκος τη δημοσιοποίησε.

Τα γράμματα είναι σύντομα. Όλο το βιβλίο είναι σύντομο. Είναι όμως αφάνταστα περιεκτικό. Ξεκινάει από μια εισαγωγή του Παναγιώτη Βρετάκου (φίλου και συγγενή του Ν.Β.) και στη συνέχεια αναλαμβάνει η ωραία πένα του ποιητή, ο οποίος γράφει πεζά, γράφει επιστολικά, χρησιμοποιώντας όμως εκπληκτικά μεταφορές και εικόνες, συναίσθημα και λογική, όμορφα νεοελληνικά. Σε κάποιες μιλάει για τον εαυτό του, σε άλλες απευθύνεται στον εαυτό του, ωσάν να είναι κάποιος άλλος. Πράγματι, από την μέση και μετά διακρίνουμε μια αποστασιοποίηση από τον προ γραμμάτων Βρεττάκο, όπως εκείνος τον έχει ορίσει. Στην αρχή όμως είναι δύσκολα. Ο εσωτερικός ειλικρινής διάλογος είναι σκληρός, είναι «μετάλλινη καταιγίδα», είναι «αυτοράπισμα». Όταν βρει όμως το αντικείμενό του ακολουθεί η ισορροπία, ο ποιητής δεν είναι πια μόνος, αλλά νιώθει μέρος της κοινωνίας και της ιστορικής του περιόδου. Πόσοι από εμάς έκατσαν να αναμετρηθούν με τα άγρια σκυλιά του εαυτού τους, ώστε να τα τιθασεύσουν, και όχι να τα τους πετάνε ξεροκόμματα απλά για να μην αλυχτούν;

Στο τρίτο γράμμα ο ποιητής φτάνει στην ανοιχτή σύγκρουση: «Άρπαξα το στήθος μου σαν να γύρευα να χτυπήσω τον εαυτό μου σε μια πέτρα» (σ.41). Ανακαλύπτει τα ρήγματα του εαυτού του και χώνεται να τα διευρύνει. Το ξεγύμνωμα είναι ολικό. Παράγονται οι αλήθειες. Και ακολουθεί η γαλήνη, η αισιοδοξία: «Ύστερα στάθηκα όρθιος, έβγαλα τα’ άσπρο μαντίλι μου, γύρισα το βλέμμα μου στον ουρανό και σκούπισα το μέτωπό μου» (σ.48).


6.     Ποίηση: Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ «Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι» (2016)- Ελλάδα (Εκδ.Καστανιώτη 2016. σελ.76)



Πιο πολύ ένας φιλοσοφικός στοχασμός, παρά ποίηση, που μάλιστα λαμβάνει και θεατρική μορφή (διάλογοι- μονόλογοι, πράξεις και ιντερμέδια) είναι η (προτελευταία νομίζω) ποιητική συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρούκ. Ένας φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην μοναξιά και όλα αυτά που μπορεί να τη συνοδεύσουν (και αποτελούν και τίτλους των πράξεων): Η κενότητα, ο πόνος, η θλίψη, ο χρόνος, η υποκρισία, η ποίηση. Ο άνθρωπος, το μοναχικό "ΕΓΩ" συνδιαλέγεται με προσωποποιημένες τις παραπάνω έννοιες σε μια προσπάθεια να τις ορίσει, να τις καταλάβει και μέσω αυτών να ερμηνεύσει τη δική του στάση ζωής.

[Είναι σαν τη συννεφιά που σε προστατεύει απ' τη βροχή. Η θλίψη δεν προσπαθεί να σου αλλάξει τη διάθεση για να σηκωθεί να φύγει. Μένει κοντά σου, στη μοναξιά σου. Ναι, για μένα η θλίψη είναι άγγελος. Ο Άγγελος της μοναξιάς. ] σελ.37

Είναι η ποίηση- αυτή που άφησε τελευταία- εκείνη που θα δώσει κάποιο διέξοδο; Αυτή που όταν "γινόταν ανυπόφορα τα δεσμά της ύπαρξης κι ερχόσουν, έστω και για μια στιγμή, σε έκανε να καλπάζεις στο άπειρο"; Για πολλούς ανθρώπους ναι.

Ενδιαφέρουσα η μορφή που διάλεξε να πραγματευτεί τα επακόλουθα της μοναξιάς.

------------------------------------------------ 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου